- εντρομή
- ἐντρομή, η (Α)φόβος, τρόμος, τρομάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
Κυάνη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη. Ήταν σύζυγος του Ανάπη και φίλη της Περσεφόνης. Η παράδοση αναφέρει πως υπήρξε μάρτυρας της αρπαγής της φίλης της από τον Πλούτωνα, αλλά δεν στάθηκε ικανή να την εμποδίσει. Από τη στενοχώρια της έβαλε τα… … Dictionary of Greek